ζεύξεως

ζεύξεως
ζεύ̱ξεω̆ς , ζεῦξις
yoking
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άζευτος — η, ο [ζεύω] 1. αυτός που δεν ζεύχθηκε, που δεν τέθηκε κάτω από ζυγό ή δεν είναι επιδεκτικός ζεύξεως, άγριος, ατίθασος 2. (για άλογα) ελευθερωμένος από ζυγό, ξέζευτος, ξεζεμένος 3. (για χωράφια) αζευγάριστος, ανόργωτος …   Dictionary of Greek

  • υδρογέφυρα — η, Ν τεχνικό έργο ζεύξεως χαράδρας για την τοποθέτηση αγωγών ύδρευσης ή άρδευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γέφυρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”